- υπίλαρχος
- ο, Νστρ. βαθμός αξιωματικού τού ιππικού ή τών τεθωρακισμένων, αντίστοιχος τού υπολοχαγού.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ίλαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.