υπίλαρχος

υπίλαρχος
ο, Ν
στρ. βαθμός αξιωματικού τού ιππικού ή τών τεθωρακισμένων, αντίστοιχος τού υπολοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ίλαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπίλαρχος — ο βαθμός αξιωματικού του ιππικού και των θωρακισμένων ανώτερος του ανθυπίλαρχου και κατώτερος του ίλαρχου, αντίστοιχος με το βαθμό του υπολοχαγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθυπίλαρχος — ο ο ανθυπολοχαγός στο όπλο του ιππικού τεθωρακισμένων του στρατού ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υπίλαρχος. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”